προστυχάντζα

προστυχάντζα
η, Ν
1. πρόστυχος άνθρωπος
2. πρόστυχο, κακής ποιότητας εμπόρευμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόστυχος + κατάλ. -άντζα (< ιταλ. κατάλ. -anza), πρβλ. μπροστ-άντζα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προστυχάντζα — η πρόστυχος, κακού χαρακτήρα άνθρωπος ή κακής ποιότητας πράγμα: Είναι μια προστυχάντζα ο γείτονάς σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”